Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τό υλικό

См. также в других словарях:

  • υλικό — το η ύλη με την οποία είναι κατασκευασμένο ή από την οποία αποτελείται κάτι: Πάστες με αγνά υλικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΥΛΙΚΟ —   α) Προφορικός λόγος 40 απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες απλού, καθημερινού προφορικού λόγου ατόμων διαφορετικής ηλικίας και διαφορετικού μορφωτικού επιπέδου. Οι μαγνητοφωνήσεις έγιναν την περίοδο 1982 – 1984 και έχουν μέση διάρκεια 10 η καθεμιά.… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκωριοβάμβακας — Υλικό ορυκτολογικής προέλευσης που χρησιμοποιείται για την απορρόφηση της θερμότητας και του ήχου και αποτελείται από πυριτικές ίνες, προϊόν μηχανικού διαμελισμού σε υψηλή θερμοκρασία. Ο σ. είναι υπόλευκος, απαλός και μοιάζει με το βαμπάκι. Η… …   Dictionary of Greek

  • δεσμευτής — Υλικό που εμφανίζει έντονη χημική συγγένεια με άλλα υλικά. Το υλικό αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την απομάκρυνση ανεπιθύμητων ατόμων ή μορίων από ένα περιβάλλον. Για παράδειγμα, το βάριο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να απομακρύνει… …   Dictionary of Greek

  • εβονίτης — Υλικό που χρησιμοποιείται στην κατασκευή ποικίλων αντικειμένων και κυρίως στην επικάλυψη μεταλλικών επιφανειών, επειδή τις προστατεύει από τα οξέα (ιδιαίτερα από το υδροχλωρικό) και από άλλα χημικά αντιδραστήρια. Ο ε. δεν διαφέρει σε τίποτε από… …   Dictionary of Greek

  • καύσιμο — Υλικό που χρησιμοποιείται στους κινητήρες έκρηξης και στους κινητήρες ντίζελ. Τα κ. έχουν διαφορετικές ιδιότητες, ανάλογα με τον τύπο του κινητήρα για τον οποίο προορίζονται. Για τους κινητήρες έκρηξης έχει υιοθετηθεί ως υγρό κ. η βενζίνη. Τα κ.… …   Dictionary of Greek

  • παρονίτης — Υλικό στεγανοποίησης που παράγεται με συμπίεση μείγματος ασβέστου, φυσικού ελαστικού και κονιοποιημένων συστατικών. Προσφέρεται σε μορφή φύλλων και χρησιμοποιείται στη στεγανοποίηση συνδέσμων που λειτουργούν στα ακόλουθα μέσα: νερό και ατμός με… …   Dictionary of Greek

  • ταπετσαρία τοίχου — Υλικό που χρησιμοποιείται για τη διακόσμηση εσωτερικών χώρων. Η χάρτινη ταπετσαρία ήταν για πολλά χρόνια παραδοσιακός τρόπος κάλυψης των τοίχων σε χώρες της Ανατολικής Ασίας. Τ.τ υπάρχουν μονόχρωμες, πολύχρωμες, με ή χωρίς σχέδια. Διακρίνονται σε …   Dictionary of Greek

  • λέιζερ — (laser). Διάταξη παραγωγής ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων με συχνότητα που αντιστοιχεί στην περιοχή του ορατού φάσματος ή κοντά σε αυτό. Ο όρος λ. προέρχεται από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων: Light Amplification (by) Stimulated Emission (of)… …   Dictionary of Greek

  • ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… …   Dictionary of Greek

  • κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»